- ψιλοχωματίζω
- Νθρυμματίζω τους βώλους οργωμένου χωραφιού, βωλοκοπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό-* + χώμα, -ατος + κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοχωμάτισμα — το, Ν [ψιλοχωματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοχωματίζω … Dictionary of Greek